- νέρωμα
- το [νερώνω]προσθήκη νερού σε άλλο υγρό, νόθευση ή αραίωση με νερό.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
συμπόσιο(ν) — Ονομασία που έδιναν οι αρχαίοι Έλληνες στην πλούσια συνεστίαση με ποτό, που τη συνδύαζαν με μουσική, απαγγελία και συζητήσεις. Ευθύς μετά το φαγητό, οι δούλοι πρόσφεραν στους συνδαιτυμόνες νερό και αρωματικό σαπούνι για να πλύνουν τα χέρια τους.… … Dictionary of Greek